- ἀδύτων
- ἄδυτονneut gen plἄδυτοςnot to be enteredmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Oráculo de Delfos — Ubicación de Delfos [Delphes], en Grecia … Wikipedia Español
незаходимыи — (6*) пр. 1. Немеркнущий, постоянный: и с праведными вѣнчанъ быти с н(и)ми ликоствоват(и). в свѣтѣ незаходимѣмь. в радости вѣчнѣи в бескон(е)чны˫а вѣки ЗЦ к. XIV, 11в; || незаходящий. Образн.: Дажь ми [как пример для подражания]... саву звѣзду… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άδυτο — Ονομασία κατά την αρχαιότητα των καθαγιασμένων τόπων όπου απαγορευόταν η είσοδος σε οποιονδήποτε εκτός από τους ιερείς και, σε μερικές περιπτώσεις και σε αυτούς ακόμα. Τo ά. μπορούσε να είναι ναός ή μέρος ναού (δωμάτιο πίσω από τον σηκό) ή… … Dictionary of Greek